- κάματον
- κάματοςtoilmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ’ ἀμῶνται. — См. Жнет где не сеял … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Жнет где не сеял — Жнетъ гдѣ не сѣялъ, собираетъ гдѣ не расточалъ. Ср. Вишь, что старый хрѣнъ затѣялъ: Хочетъ жать тамъ, гдѣ не сѣялъ: Полно, лакомъ больно сталъ. Ершовъ. Конекъ Горбунокъ. Ср. Der eine fängt den Hasen, der andere isst ihn. Ср. Uno se la fa, e… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Étienne le Sabaïte — Demande de traduction Nom original ici → … Wikipédia en Français
TITYUS — Iovis filius ex Elara Orchomeni filia, quam cum Iuppiter compressislet, gravidamque reddidislet, veritus Iunonis indignationem, inter terrae viscera eam occoltavit; instante vero legitimô partus tempore, Elara mirae magnitudinis puerum enixa est … Hofmann J. Lexicon universale
κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… … Dictionary of Greek
νώδυνος — νώδυνος, ον (Α) 1. ανώδυνος («ἐπαοιδαῑς δ ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν», Πίνδ.) 2. αυτός που ανακουφίζει, που καταπραύνει από τους πόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερητ. πρόθημα νη * + ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. αν ώδυνος, περι ώδυνος. Το ω του τ.… … Dictionary of Greek
φέρτατος — άτη, ον, Α (επίθ. υπερθ. βαθμού) 1. (για πρόσ.) ο πιο γενναίος ή αυτός που κατέχει την πιο υψηλή θέση σε μια ιεραρχική τάξη (α. «χερσί τε βίῃφί τε φέρτατοι ἦσαν», Ομ. Οδ. β. «ὁ δ ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς ἐκείνου γενεάν», Πίνδ.) 2. (για πράγμ.) ο πιο … Dictionary of Greek